Θα πω και εγώ τη γνώμη μου πάνω στο θέμα.
Διαφορετικά ερμηνεύεται μια πρόταση μέσα στο περιβάλλον της και διαφορετικά όταν διαβάζεται αυτόνομα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το βιβλίο γράφει:
«Η λίστα των τυπικών παραμέτρων (formal parameter list) καθορίζει τις παραμέτρους στη δήλωση του υποπρογράμματος.
Η λίστα των πραγματικών παραμέτρων (actual parameter list) καθορίζει τις παραμέτρους στην κλήση του υποπρογράμματος»
Διαβάζοντας αυτές τις 2 προτάσεις καταλαβαίνω πολύ καλά τι θέλει να πει το βιβλίο. Θέλει να πει ότι οι παράμετροι στην κλήση του υποπρογράμματος ονομάζονται πραγματικές ενώ στη δήλωση ονομάζονται τυπικές. Είναι σωστό και ξεκάθαρο.
Όταν όμως διαβάζω μόνο τη δεύτερη πρόταση (χωρίς την πρώτη) τότε μπορεί να σκεφτώ και ως εξής:
« Τι σημαίνει το «καθορίζει τις παραμέτρους»; Για μένα «καθορίζει» σημαίνει δηλώνει ποιες είναι οι παράμετροι και τι τύπου είναι η κάθε μια. Γίνεται στην κλήση κάτι τέτοιο; Όχι. Άρα η λίστα των παραμέτρων δεν καθορίζει... ».
Δηλαδή δίνω άλλη βαρύτητα στη λέξη «καθορίζει» όταν βλέπω τις 2 προτάσεις μαζί και άλλη βαρύτητα όταν βλέπω τη δεύτερη πρόταση μόνη της. Όταν είναι και οι 2 προτάσεις μαζί δίνω έμφαση στο ότι στη μια πρόταση μιλάμε για τυπικές και στην άλλη για πραγματικές παραμέτρους. Η διαφορά των προτάσεων είναι που μου τραβά την προσοχή. Όταν όμως η δεύτερη πρόταση είναι μόνη της τότε μου τραβά την προσοχή το ρήμα «καθορίζει».
Για τους παραπάνω λόγους θεωρώ λάθος το να απομονώνουμε μια πρόταση από το περιβάλλον της και να ρωτάμε αν είναι σωστή ή λανθασμένη.
Πέρα από αυτό θεωρώ ότι αυτός είναι ένας «βολικός» τρόπος να φτιάχνουμε θέματα. Να η συνταγή:
Ανοίγουμε το βιβλίο, βρίσκουμε μια πρόταση και ρωτάμε αν είναι σωστή ή λανθασμένη. Μετά σαν απάντηση παραπέμπουμε στη συγκεκριμένη φράση του βιβλίου που είναι κατά γράμμα το θέμα που βάλαμε. Και κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα! Αμφιβάλλει κανείς ότι έγινε με αυτόν τον τρόπο η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος;
Είναι λογική όμως αυτή; Τι θα γινόταν αν φτιάχναμε με τέτοιο τρόπο τα θέματα; Είναι δυνατό ως απάντηση να επικαλούμαστε την κατά γράμμα ερμηνεία ενός σχολικού βιβλίου; Πέρα από το ότι αυτό δεν έχει επιστημονική βάση, θα οδηγηθούν οι μαθητές στην αποστήθιση.
Ας αναλογιστούμε λίγο το τι θα απαντήσει ένας ακαδημαϊκός καθηγητής πληροφορικής αν του τεθεί το ίδιο ερώτημα. Δε θα πρέπει να μπορεί και αυτός να δώσει την ίδια απάντηση αν το ερώτημα ελέγχει όντως τη γνώση;
Οι ερωτήσεις πρέπει να στηρίζονται αποκλειστικά στην κατανόηση. Αυτός που ρωτάει πρέπει να διατυπώνει την ερώτηση με δικά του λόγια. Έτσι οι προτάσεις θα στέκονται αυτόνομα και η απάντηση θα στηρίζεται στο τι ισχύει και όχι στην κατά γράμμα ερμηνεία του βιβλίου. Όποιος γνώστης και να ερωτηθεί, την ίδια απάντηση θα δώσει ανεξάρτητα από το βιβλίο που διάβασε για να μάθει.
Με το να φτιάχνει κανείς θέματα απομονώνοντας προτάσεις του βιβλίου, μου δίνει την αίσθηση ότι θέλει κυρίως να είναι καλυμμένος μην τυχόν και κατηγορηθεί για ασαφή διατύπωση. Οπότε θα πει «Έτσι ακριβώς το λέει μέσα το βιβλίο, άρα δε φταίω εγώ». Αυτό όμως δείχνει ευθυνοφοβία.
Αυτή παιδιά είναι η γνώμη μου και δεχτή η κάθε κριτική.