Ο λόγος που δεν θέλουμε η συνάρτηση να γράφει ή να διαβάζει είναι για την περίπτωση που σε μια ΓΡΑΨΕ έχουμε μια συνάρτηση που ταυτόχρονα γράφει ή διαβάζει. Σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να παρεμβάλλεται το γράψιμο ή το διάβασμα από την συνάρτηση. Το ότι αυτό δεν το δέχεται η ΓΛΩΣΣΑ μάλλον παραξενιά είναι και δεν σχετίζεται με την οποιαδήποτε "Αλγοριθμική Σκέψη".
Για παράδειγμα θα ήθελα να γεμίσω έναν πίνακα καλώντας μια συνάρτηση που θα ελέγχει την εισαγωγή και θα επιστρέφει τιμή στο στοιχείο του πίνακα. Τώρα υποχρεωτικά θα πρέπει ή να περάσω τον πίνακα σε διαδικασία που θα κάνει την επανάληψη μαζί με τον έλεγχο σε ενιαίο κώδικα (χωρίς κλήση κάπου) ή θα αφαιρέσω τη διαδικασία και μέσα στην επανάληψη θα έχω όλη τη λογική που θα έβαζα στη συνάρτηση, η θα χρησιμοποιήσω μια μεταβλητή που θα περάσω με αναφορά σε μια διαδικασία για εισαγωγή τιμής και μετά θα την γράψω στο στοιχείο πίνακα.
Ουσιαστικά η παραξενιά της γλώσσας ΓΛΩΣΣΑ χαλάει την δυνατότητα επιμερισμού του κώδικα σε αυτόνομα υποπρογράμματα (και αναιρεί αυτό που γράφεται στη σελίδα 179, όπως αναφέρθηκε παραπάνω).
Ίσως να είναι θέμα απλοποίησης αλλά πιστεύω ότι αυτός ο διαχωρισμός κάνει κακό παρά καλό, γιατί κάνει το μαθητή να σκέφτεται με περιορισμούς που δεν υπάρχουν αλλού εκτός από τη ΓΛΩΣΣΑ, και υποτίθεται ότι δεν έχει σκοπό να "προγραμματίζει" αλλά να εφαρμόζει την αλγοριθμική σκέψη!