Από ποιο σημείο και μετά ξεκινάμε να κάνουμε "εκπτώσεις" στην καθοριστικότητα?
Από εκείνο το σημείο που παραδεχόμαστε ότι η πραγματικότητα δεν επιτρέπει την παραβίαση της.
Και μιας και μιλάμε για παραδοχές.
Σχολικό βιβλίο σελ 174 και 175:
Οι παράμετροι λοιπόν είναι σαν τις κοινές μεταβλητές ενός προγράμματος με μία ουσιώδη διαφορά, χρησιμοποιούνται για να περνούν τιμές στα υποπρογράμματα.
Ορισμός:
Μία παράμετρος είναι μία μεταβλητή που επιτρέπει το πέρασμα της τιμής της από ένα τμήμα προγράμματος σε ένα άλλο.
Αν κάποιος μαθητής γράψει την εντολή που παρέθεσε και ο συνάδελφος παραπάνω, θα κόψεις;
ΚΩΑ <- ΘΕΣΗ_ΜΑΧ ( ΣΧ, Φ, ‘Α’ )
Ο μαθητής που το έγραψε έτσι είτε είδε τον καθηγητή του να το κάνει (εγώ τρέχω πρόγραμμα στους μαθητές μου στο οποίο περνάω την τιμή συμβολικής σταθεράς σε μεταβλητή), είτε βασίστηκε στην εκφώνηση που έλεγε τον χαρακτήρα 'Α' ή 'Κ'.
Δεν πρέπει εκεί να ανταμείψεις αυτόν τον μαθητή που διαβάζοντας το σχολικό καταχωρίζει πρώτα σε μεταβλητή τον χαρακτήρα και μετά βάζει τη μεταβλητή στη λίστα των παραμέτρων;
Πρόσεξε τώρα. Ισχύει Τ_Ρ(100). Αυτή όμως είναι μαθηματική ενσωματωμένη συνάρτηση και όχι ορισμένη από τον χρήστη. Επίσης δεν έχω δει καμία επίσημη διεύκρινηση που να ξεκαθαρίζει τη χρήση και σταθερών ως παραμέτρους.
Η παραδοχή έχει γίνει από την εκπαιδευτική κοινότητα η οποία έχει καταλήξει και δέχεται χωρίς κανένα πρόβλημα τη χρήση και σταθερών τιμών αλλά και εκφράσεων ως πραγματικές παραμέτρους (δανείζομαι την φράση του Νίκου του Αδαμόπουλου σε αντίστοιχο post).
Δηλαδή ο καθηγητής μπορεί να κάνει μια παραδοχή για κάτι που ίσως παρέλειψε το βιβλίο γνωρίζοντας ότι στον πραγματικό κόσμο ισχύει αλλά ο μαθητής δεν μπορεί να κάνει παραδοχή για κάτι που ισχύει 100% στον πραγματικό κόσμο εφόσον δεν το λέει η εκφώνηση;
Εδώ θα ήθελα και εγώ πραγματικά την απάντηση σου.