Συνεχίζω για να εκφράσω την άποψη μου για το θέμα Β2.
Κατ’ αρχήν δηλώνω ότι το θέμα με προβλημάτισε αρκετά και θεωρώ πολύ σημαντική τη συζήτηση που εκτυλίσσεται εδώ, διάβασα τις γνώμες όλων όσων συμμετέχουν και σκέφτηκα πολύ πριν απαντήσω. Το σημαντικό ζήτημα που προκύπτει για εμένα από το θέμα αυτό δεν είναι τόσο αν ένας μαθητής έχει ξανακάνει τέτοια άσκηση γιατί δε λειτουργώ έτσι στο μάθημα, δε θεωρώ δηλαδή ότι ο μαθητής πρέπει να έχει διδαχθεί πάντα ακριβώς ίδιου τύπου άσκηση για να ανταποκριθεί, αυτό προκύπτει και από τα παραπάνω που παρέθεσα.
Σκεπτόμενη το θέμα της συζήτησης κατέληξα σε δύο ζητήματα-ερωτήματα που προκύπτουν και τα οποία είναι:
«Που κατατάσσεται το ερώτημα B2 σε σχέση με την αλγοριθμική του λογική;»
Σε αυτό το ερώτημα κατέληξα και συμφωνώ με την γνώμη του συναδέλφου evry, ότι δηλαδή πρόκειται για μια άσκηση εκτέλεσης αλγορίθμου ο οποίος δίνεται σε ελεύθερο κείμενο. Φυσικά το θέμα δεν έχει καμία σχέση με προγραμματιστική ουρά γιατί δε χρειάζεται καμία γνώση από τη δομή δεδομένων του πίνακα και τη λειτουργία FIFO που περιγράφεται στο μάθημα για να το λύσει ο μαθητής/τρια.
Η παραπάνω κατάταξη του ερωτήματος Β2 με οδήγησε στο εξής ερώτημα:
«Μέχρι που οριοθετείται η ύλη της ΑΕΠΠ όσον αφορά την αλγοριθμική και την υπολογιστική σκέψη;»
Διότι υπολογιστική σκέψη και λογική, όπως αναφέρθηκε και από το συνάδελφο Άρη Κεσογλίδη, χρειάζεται για την επίλυση ενός προβλήματος οποιουδήποτε θετικού μαθήματος, είτε είναι πρόβλημα της πρακτικής αριθμητικής του δημοτικού, της Φυσικής, των Μαθηματικών του γυμνασίου κ.τ.λ. Οποιαδήποτε λύση σε υπολογιστικό πρόβλημα είναι αλγοριθμική λύση, εκτέλεσης ή εύρεσης των βημάτων του αλγορίθμου. Ακόμα και το να μετράς το χρόνο που έχεις για να κάνεις κάποιες εργασίες μέσα στην ημέρα και να βρίσκεις με ποια σειρά θα τις κάνεις ώστε να ανταποκριθείς σωστά απαιτεί υπολογιστική και αλγοριθμική σκέψη.
Ο αλγόριθμος είναι πάρα πολύ ευρεία έννοια, αυτό το γνωρίζουμε και στα παραδείγματα προβλημάτων που ανήκουν στις παραπάνω κατηγορίες το πρόβλημα ή ο ίδιος ο αλγόριθμος δίνεται με ελεύθερο κείμενο.
Όταν ήμουν στο δημοτικό, η δασκάλα, όταν μας έβαζε να λύσουμε προβλήματα αριθμητικής, έπρεπε να γράψουμε τη λύση σε 3 στάδια με τις ονομασίες:
Σκέψη (περιγραφή όλων των βημάτων που θα κάνουμε κατά σειρά στη λύση και αιτιολόγηση, γιατί θα κάνουμε το κάθε τι-αποτελούσε φυσική γλώσσα κατά βήματα η περιγραφή).
Λύση (εφαρμογή των αριθμητικών πράξεων που αντιστοιχεί σε κάθε στάδιο σκέψης).
Απάντηση (έκφραση του αποτελέσματος που ζητάει το πρόβλημα).
Όπως καταλαβαίνετε αποτελούσε την αλγοριθμική λύση του προβλήματος με πλήρη διαχωρισμό των σταδίων (κατανόηση, σκέψη-ανάλυση με αιτιολόγηση, επίλυση, αποτελέσματα), πράγμα άριστο, μακάρι να λειτουργούσαν και σήμερα έτσι τα πράγματα.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, η οριοθέτηση των αλγοριθμικών ασκήσεων στην ΑΕΠΠ είτε είναι εκτέλεσης, είτε επινόησης της λύσης ενός προβλήματος, είτε θεωρίας, πρέπει να απλώνεται μέχρι εκεί; Σε οποιαδήποτε αναπαράσταση αλγορίθμου που εκφράζεται με free text (το συγκεκριμένο ερώτημα Β2 το κατατάσσω σε πρόβλημα-αλγόριθμο Δ’, Ε’ δημοτικού);
Η απάντηση μου σε αυτό το ερώτημα είναι όχι. Τα αλγοριθμικά όρια κατά τη γνώμη μου στο μάθημα ΑΕΠΠ πρέπει να ξεκινούν από εκεί που αρχίζει ο προγραμματισμός και όχι από εκεί που ξεκινά ο οποιοσδήποτε αλγόριθμος προβλήματος δημοτικού ή διαδικασίας της καθημερινής ζωής που εκφράζεται με free text. Και ο προγραμματισμός αρχίζει όταν τα βήματα του αλγορίθμου εκφράζονται με βασικές συνιστώσες/εντολές. Όσον αφορά τη θεωρία πάλι, οι ερωτήσεις θα πρέπει να ικανοποιούν αυτά τα όρια του προγραμματισμού που περιγράφονται στο βιβλίο.
Το ερώτημα Β2 βρίσκεται εκτός αυτών των ορίων και θεωρώ ότι είναι λάθος που μπήκε.
Αν δεν τηρηθούν αυτά τα όρια, τότε η ΑΕΠΠ θα εκφυλιστεί σε απλή υπολογιστική σκέψη και αυτό θα κάνει πολύ κακό στο εξαιρετικό αυτό μάθημα.